Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὡς ὁμοίως

См. также в других словарях:

  • ὁμοιῶς — ὁμοιόω make like pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίως — ὅμοιος like adverbial (attic epic ionic) ὅμοιος like masc acc pl (attic epic doric ionic) ὅμοιος like adverbial ὅμοιος like masc/fem acc pl (doric) ὁμοῖος like adverbial ὁμοῖος like masc acc pl (doric) ὁμοιόω make like imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν. — ἀκροάσομαι τοῦ τε κατηγόρου καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ὁμοίως ἀμφοῖν. См. Не спеши карать, спеши выслушать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …   Dictionary of Greek

  • подобьно — (256) нар. 1.Равным образом, точно так же: мѹжь… послѹшавъ ѹчени˫а Ιѡанова, въ кафаликии цр҃квь пришедъ, приобьщисѧ, подобно же и женѣ приѡбьщитисѧ наказаше. (ὁμοίως) ГА XIV1, 254а; подобно же и слугы мучащихъ ст҃ы˫а. не имуть ѿвѣта рещи предъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • MORPHUS — Pantomimus celebris, aetate Galeni, principatu Marci Philosophi Imperatoris, unusque e tribus nobilissimis Pantomimis, qui vicibus et in orbem saltando orchestram tum calefaciebant. E quibus duos nominat Galenus, Pyladem et Morphum in Commentar.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθεξής — (AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ ἑξείης, με τμήση) στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής νεοελλ. 1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξής («καθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι») 2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.) και τα λοιπά, ομοίως (νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… …   Dictionary of Greek

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • лужа — укр. лужа, др. русск. лужа, словен. luža, чеш. lоužе, др. чеш. lužě лужа, болото , в. луж., н. луж. ɫužа – то же. Праслав. *lougi̯ā родственно лтш. lugа студенистая болотистая масса в зарастающих озерах , lugava плохая, слякотная осенняя погода …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»